Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

                                    Χρέος  και  ενοχή
 Η  ενοχή  του  ''δεν  κάνω  τίποτα'' κοκκινίζει  απο  ντροπή  την  περιοχή  που  θα  είχε  ερεθιστεί  απο  απόλαυση  αν  της  είχε  επιτραπεί  κάποια  ερωτική  επιθυμία.
                            ''δεν  τρώω  τίποτα''
Αυτό  λέει  η  γυναίκα-αντικείμενο  και  ακρωτηριάζει  το  ''κάτω  στόμιο''  κλείνοντας  ταυτόχρονα  και  το  πάνω  στόμα. Άς  το  ακούσουμε  και  ανεστραμμένα.'' Με  έχουν  φάει''.
Όσο  και  αν  μου  κουνούσαν  το  δάχτυλο  επιτιμητικά  οι  δήθεν  πιστοί  του  Λακάν  γιατί  ασχολούμαι  σαν  ψυχαναλύτρια  με  το  ''στοματικό''  δεν  μπορώ  να τυφλωθώ  όπως  εκείνοι  μπροστά  στο  σημαίνον  που  περνάει  απο  μπροστά  μου  και  να  το  προσπεράσω  κάνοντας  τους  ερμηνευτικούς  χρησμούς  που  θα  επικροτούσε  η  κάθε  σέκτα  σαν  τυφλός  μάντης.. Το  ρήμα  ''τρώω''  εκφέρεται  για  να  το  ακούσουμε  και  όχι  για  να  έχουμε  αυτιά  που  δεν  ακούνε  απο  το  φόβο  μήπως  παρακούσουν  και  διαγραφούν  απο  το  κάθε  ψυχαναλυτικό  ή  το 
κάθε  πολιτικό  κόμμα.
Όταν  όλες  οι  δίοδοι  κλείνουν  ερμητικά  ο  βαθύς  λήθαργος  μιας  υπερ-απόλαυσης  πόνου  δεν  αργεί  να  φανεί. Η  οργή  του  να  υφίστασαι  παθητικά  το  σώμα ( του)  στο  σώμα  (σου)  εκκρίνει  αυτοτιμωρία  και  απαγόρευση  πρόσβασης  σε  ευαίσθητες  περιοχές..
Η  αυτοτιμωρία  είναι  διαστροφή  και  η  σιωπή  ηθικός  μαζοχισμός. Ενδιάμεσα  μια  ενοχή  δραπετεύει  μέσα  στην  στενή  δίοδο  της  ενοχής.  Ανάμεσα  στο  υποκείμενο  του  εκφερομένου  και  στο  υποκείμενο  της  εκφοράς. Μια  απο  τις  σύγχρονες  πληγές  του  Φαραώ  είναι  το  χρέος  και  η  ενοχή. Όπως  έλεγε  ο  Φρόυντ  όσο  πιο  πολύ  υπακούς  στο '' αδύνατο''  που  σου  βάζει  ένα  σαδιστικό  Υπερεγώ  τόσο  πιο  ένοχος  αισθάνεσαι.  Ποτέ  δεν  μπορείς  να  ξεπληρώσεις  το  χρέος  σου  στα  ''μνημόνια'' κάθε  είδους.  Ούτε  να  παραθερίζεις  σε  στρατόπεδα  μεταβίβασης  της  εργασίας,  τηλεοπτικά  και  μη, κάνοντας  τον  ανήξερο. Το  ίδιο  το  χρέος  δεν  θα΄θελε  να  επιστραφεί.  Σε  ελέγχει  και  σε  κυριεύει  με  την  πλεονασματική  παρουσία  του.
   Χρεώνεσαι  και  επενδύεις  πάνω  σου  σαν  να΄σαι  αντικείμενο..
Απο  αντικείμενο  σε  αντικείμενο  μπαίνεις  σε  δυσδιάστατη  κατάσταση  και  αποκτάς  ουρά  φιδιού.. Ο  Λακάν  έλεγε  πως  το  2  δεν  υπάρχει  χωρίς  το  3 (συνεδρία  15  Γενάρη 1971). Χωρίς  τη  διαφορά  του  3  δεν  υπάρχει  έξοδος.  Δεν  υπάρχει  ούτε  καν  η  μη-σεξουαλική  σχέση..
  Απόσπασμα  απο  μια  θεματική  των  ψυχαναλυτικών  σεμιναρίων  που  θα  γίνουν  απο  τον  Σεπτέμβρη  στο  Ψυχαναλυτικό  Ινστιτούτο  PSYCHIAMA (Λεωφ. Δημοκρατίας 24, Ηλιούπολη)

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Δεκαπενταύγουστος



Κάτω απ΄ το τραπέζι τα δάχτυλα αναζήτησαν την αίσθησή της. Μπλέχτηκαν στις πτυχές της φούστας της, ακολούθησαν την γραμμή των μηρών και ανασήκωσαν ελαφρά την μπλούζα στο ύψος της μέσης. Στα μέσα της διαδρομής έκαναν μια παύση και στάθηκαν με δέος μπροστά στα ρυάκια με το γάργαρο νερό που έτρεφαν το δέρμα με ένα πλεόνασμα υγρής σάρκας. Ανάμεσα στο δέρμα που κοκκινίζει απο πάθος και στο ακατάπαυστο μουρμουρητό του Πραγματικού του σώματος που ανασαίνει γρήγορα, ανοίγονταν χαράδρες που αντηχούσαν στον ρυθμό του:«κι άλλο», «κι άλλο...»
Η πρώτη «πράξη» του έργου θα ήταν το:«Γεννηθήτω σιωπή!». Μια παύση για ν'ακουστεί αυτό που εκβάλλει στις όχθες του ποταμού του σώματος χωρίς να προλάβει να μουρμουρήσει «λίγο» απ' την αλήθεια του.
-Με ακούς με τα μάτια;
-Βλέπω την φωνή σου...
-Λίγο ακόμη...Σε θέλω...
-Άσε με...θα μας δούν..μα... τί κάνεις;
-Γύρνα!
Τα γυρίσματα, οι στροφές των λέξεων που σπάνε, η άρση και η θέση του ποδιού ξανά και ξανά, κάτι που λικνίζεται και υπνωτίζει στο βλέμμα..Ο ήχος της ανάσας στην αγκαλιά του ήχου της σιωπής του τελευταίου στεναγμού...Αυτά και άλλα που απωθούν τις λέξεις σφυρηλατούν ένα γλυπτό απο σφιχταγκαλιασμένα κορμιά. Τί είναι όμως αυτό που κάνει τον καθρέφτη να στέλνει θλιμμένες ανατανακλάσεις στα σώματα που πασχίζουν να γίνουν «ένα» έστω και για μια στιγμή;
-Κοίτα μωρό μου...Κοίτα...
-Τί είναι;
-Η Άλλη σκηνή..εκεί..βλέπεις;
-Όχι τώρα, έλα.. μα...πού πάς;
-Έλα...μέσα στον καθρέφτη...εδώ...βιάσου λοιπόν! Η πύλη για τους ερωτευμένους κλείνει απευθείας αν δεν ξέρεις την μαγική φράση και αργούν ακόμη να σημάνουν μεσάνυχτα τα ρολόγια του Νταλί...Έλα!
«Καθρέφτη, καθρεφτάκη μου...να βάλω πιο πολύ πούδρα στην μύτη; Πώς σου φαίνεται το σχήμα των ματιών, καλό; Λίγη ακόμη μάσκαρα; Είπε πώς του αρέσουν τα μακριά ανέμελα μαλλιά. Άχ αυτά τα καταραμένα τα δικά μου δεν λένε να μακρύνουν με τίποτα. Πότε θα μου πείς καθρεφτάκη μου το μυστικό της θηλυκότητας; Πότε; Να ξαποστάσω λιγάκι, να πάψω να με φαντάζομαι μόνο μέσα απο τα γαλανά του μάτια...» μονολογούσε η Εύα
και βιαστικά ντύθηκε το αντικείμενο «άγαλμα», το αντικείμενο «απατημένη», το αντικείμενο «σέξι», και αφού φόρεσε και το αντικείμενο «μη-επιθυμητή» απ' αυτόν τον άντρα που αγνοεί, κοίταξε στον καθρέφτη πόσο θαμποί φαίνονταν οι καθρεφτισμοί της αγάπης πάνω της. Το βλέμμα της μένει αδύναμο. Η ίδια είναι το υποκείμενο ενός αδύναμου βλέμματος. Τρεμοπαίζει για λίγο η σκιά που ρίχνουν τα βλέφαρα καθώς παρατηρεί παθητικά την εικόνα της στον καθρέφτη. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να την αποτρέψει απο τον χρόνο που πότε την φλερτάρει και πότε την διασκορπίζει φύλλο και φτερό στους πέντε ανέμους. Ο καθρέφτης στέλνει την εικόνα της ανεστραμμένη. Την δείχνει να φοράει μια μάσκα θηλυκότητας που την κάνει να φαίνεται ό,τι ακριβώς προσποιείται ότι είναι...Δεν μπορεί να βγάλει την μάσκα και να την πετάξει μακριά. Μια μάσκα δεν είναι ποτέ απλά μια μάσκα που κρύβει το αληθινό της πρόσωπο. Εκείνη είναι η μάσκα και η μάσκα την προεκτείνει όπου κι αν κοιτάξει σε ότι κι αν αφεθεί ν' ακούσει απ' την βουή του κόσμου που τρέχει γιατί ξέχασε πως να σταματήσει, πως να καθίσει για λίγο στα παγκάκια ενός άλσους με παύσεις...
Ακόμα και την στιγμή που τα χείλη τους ενώθηκαν σ΄ ένα παθιασμένο φιλί χωρίς ανάσα στο παγκάκι πίσω απο την λεύκα, κοντά στις τουαλέτες, έπιασε με την άκρη των βλεφάρων της το παράδοξο να συμβαίνει: τα κορμιά τους τα χώριζε μια σχισμή αέρα, δεν εφάπτονταν, δεν αγκαλιάζονταν με θερμές ιαχές πάθους, μόνο τα «στόμια» των χειλιών ήταν ανοιχτά σαν «μαύρες τρύπες» που ρουφούσαν καθετί που πνέει ή κινείται. Σέρνονταν με τις γλώσσες στην άβυσσο του φιλιού ή κρατούσαν την ανάσα τους μέχρι ο ένας να «φάει» τον άλλο, να τον απορροφήσει στα έγκατα του υγρού του βασιλείου...Δεν κοιτάζονταν. Τα μάτια είχαν κλείσει απο μόνα τους. Αλλά το βλέμμα που έριχνε η σκιά τους πάνω απο τους ώμους τους ήταν ένα «διπλό» πιο διπλό κι απ' το διπλό. Κάτι που διπλασιάζει ακούραστα το ίδιο το διπλό. Είναι το ίδιο το βλέμμα τους που δεν έχει εικόνα της εικόνας του. Αυτό το βλέμμα μιλάει χωρίς ν' ακούγεται...Της ανασηκώνει απαλά τα μαλλιά και ελευθερώνει τον άσπρο κύκνο του λαιμού που υψώνει τις φτερούγες του στην απέναντι όχθη του κορμιού του. Του φέρνει στο νού την αίσθηση της «μοιραίας γυναίκας» και θέλει να την πάρει τώρα, εκεί, έστω για μια στιγμή. Όμως αν του έλεγε αμέσως «Ναι, πήδα με, πάρε με τώρα!» θα' φευγε τρέχοντας. Κάτι μέσα του λαχταράει κρυφά την άρνησή της.
-Όχι, όχι έτσι...
-Πότε; Σε θέλω...θα σε κάνω δική μου, ομορφιά μου...
Ένα αμυδρό χαμόγελο και το παιχνίδι είναι έτοιμο να ξαναρχίσει. Τίποτα δεν έχει χαθεί, τίποτα δεν έχει κερδηθεί, τίποτα δεν κάθεται καλά στη θέση του.
Αυτή η σκηνή της αποτυχημένης σεξουαλικής συνάντησης στην πραγματικότητα, που έχει όμως ήδη γίνει κάτω απο τα κλειστά παραθυρόφυλλα των βλεφάρων αφήνει ένα τραύμα στο ευαίσθητο δέρμα της φαντασίωσης. Το κοριτσίστικο βλέμμα δεν έτρεξε στο γυμνό σώμα. Ίσως να σοκαριζόταν αν έβλεπε ένα υψωμένο φίδι να μιλάει αντί για το αγόρι της. Και το αγοράκι ίσως σοκαριζόταν αν έβλεπε «τίποτα» εκεί που περίμενε να δεί κάτι...Αντί γι' αυτό, το «αγοροκόριτσο» συρρικνώθηκε στα βάθη της φαντασίωσης και άφησε χώρο στον έρωτα. Ήταν η αρχή του τέλους. Ήταν ακριβώς η ώρα που η φαντασίωση ερωτεύτηκε τυφλά την πραγματικότητα που νόμιζε ότι αντίκριζε γυμνή μπροστά της.
-Πές μου...
-Τί;
-Μια απάντηση...Τί σε κάνει να με θές τόσο πολύ;
Πόσο θα' θελε να της πεί ότι την θέλει απλά για ερωμένη του. Να την βάλει να του το υποσχεθεί κιόλας. Αλλά εκείνη έχει απλώσει το χέρι της ικετευτικά προς την μεριά του και ζητάει αγάπη. Αυτός είναι ο εραστής κι εκείνη η ερωμένη του. Τελεία και παύλα. Είναι τόσο απλό, αλλά πώς να της το πεί; «Είναι κάτι στο βλέμμα σου, στην φωνή σου, δεν ξέρω...» είπε σιγανά κι εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης.
-Ξέρεις...δεν μπορώ να σταθώ καλά σαν αντικείμενο, δεν μπορώ και τα ψηλά τακούνια...θέλω να' μαι ξυπόλυτη και να με θές γι' αυτό που είμαι. Σε θέλω...
Αυτό το τελευταίο «σε θέλω» δεν του άρεσε, ακούστηκε πολύ ενεργό, πολύ δυναμικό, σαν να' ταν εκείνη ο εραστής και αυτός ο ερώμενος. Κάτι του λέει μέσα του ότι θα τον προδώσει. Δεν ζητάει παθητικά αγάπη αλλά δίνει αγάπη. Αυτό είναι το σημάδι που τον ανησυχεί. Όχι, όχι, αυτό το «σε θέλω» δεν του άρεσε καθόλου!


foto  gianpal333 https://www.flickr.com/photos/123091785@N07/page1